πιστωτής

πιστωτής
ο
θηλ. πιστώτρια αυτός που δίνει χρήματα ή εμπόρευμα με πίστωση, δανειστής: Οι πιστωτές μας περιμένουν να τους εξοφλήσουμε τα χρέη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιστωτής — ο, θηλ. πιστώτρια, ΝΑ [πιστώ] νεοελλ. άτομο που δίνει χρήματα ή παρέχει, προμηθεύει εμπορεύματα σε κάποιον με πίστωση, δανειστής αρχ. αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι, εγγυητής …   Dictionary of Greek

  • εκχώρηση — Η μεταβίβαση, με σύμβαση από τον δανειστή (εκχωρητή), προς ένα τρίτο πρόσωπο (εκδοχέα) μιας απαίτησης, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Με την ε. δεν καταργείται η παλαιά ενοχή για να συσταθεί νέα, αλλά απλώς μεταβιβάζεται εκείνη που ήδη υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

  • πίστωση — η / πίστωσις ΝΜΑ [πιστώ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού πιστώνω, η συναλλαγή μεταξύ δύο μερών στην οποία το ένα μέρος, ο πιστωτής ή δανειστής, προσφέρει χρήμα, αγαθά, υπηρεσίες ή χρεώγραφα, με αντάλλαγμα μια μελλοντική υπόσχεση πληρωμής από το άλλο… …   Dictionary of Greek

  • παραδείκνυμι — και παραδεικνύω Α 1. παραβάλλω, συγκρίνω («χρὴ δὲ ἀναφέρειν παραδεικνύντα ἑαυτῷ τὸν νομοθέτην τῷ λόγῳ», Πλάτ.) 2. δείχνω, υποδεικνύω («παραδεικνύναι τινὶ τὰ δέοντα», Σωσίπ.) 3. (για ζωγράφο) παριστάνω 4. παρουσιάζω, εκθέτω («παραδείκνυμι πότε καὶ …   Dictionary of Greek

  • συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… …   Dictionary of Greek

  • ενέχυρο — το 1. κινητό αντικείμενο αξίας (μεγαλύτερης από το δάνειο), που παίρνει ο δανειστής από τον οφειλέτη για ασφάλεια του δανείου: Βάζω ενέχυρο το δαχτυλίδι μου. 2. (νομ.), εμπράγματο δικαίωμα σε κινητό ξένο πράγμα, με το οποίο ο πιστωτής εξασφαλίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασχέτης — ο ο πιστωτής που κάνει την κατάσχεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”